βετούλι

βετούλι
το
θηλ. βετούλα, η κατσίκι που συμπλήρωσε το χρόνο, χρονιάρικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βετούλι — το αρνί ή κατσίκι ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βιτούλιον, υποκορ. του λατ. vitulus( i) «μοσχάρι»] …   Dictionary of Greek

  • ουίτουλος — οὐΐτουλος, ὁ (Α) μόσχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vitulus «μόσχος» (πρβλ. βετούλι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”